Δίχω - Δώσε
- Δίχως έννοια αν περπατάς που και που θα σκουντουφλάς
- Διψά η αυλή σου για νερό και συ το χύνεις έξω
- Δουλειά που δεν ξέρεις, μην την καταπιάνεσαι
- Δουλειές με φούντες
- Δουλειές του ποδαριού
- Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται
- Δρυός πεσούσης, πάς ανήρ ξυλεύεται
- Δύο γαϊδούρια μαλώνανε σε ξένο αχερώνα
- Δυο κακών προκειμένων το μη χείρον βέλτιστον
- Δύο κακών προκειμένων, το μη χείρον βέλτιστον
- Δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δε βαστούνται
- Δώδεκα απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του
- Δώδεκα γυναίκες, δεκατέσσερις κουβέντες
- Δώρο και μικρό μεγάλη χάρη έχει
- Δως εμέ και του παιδιού μου κι ο άνδρας μου στην πόρτα